Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὄργυια
ὀργυιαῖος
ὄρεα
ὄρεγμα
ὀρέγνῡμι
ὀρέγω
ὀρειάς
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειδρόμος
ὀρεικός
ὀρειλεχής
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὄρειος
ὀρείπλαγκτος
ὀρεῖται
ὀρείτροφος
ὀρειχάλκινος
ὀρείχαλκος
ὀρεκτικός
View word page
ὀρεικός
ὀρεικόςadjseeὀρικός

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρεικός
Headword (normalized):
ὀρεικός
Headword (normalized/stripped):
ορεικος
IDX:
28705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28706
Key:
ὀρεικός

Data

{'headword_display': '<b>ὀρεικός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὀρεικός</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>ὀρικός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὀρεικός'}