Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀργίζω
ὀργίλος
ὀργιλότης
ὄργυια
ὀργυιαῖος
ὄρεα
ὄρεγμα
ὀρέγνῡμι
ὀρέγω
ὀρειάς
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειδρόμος
ὀρεικός
ὀρειλεχής
ὀρεινόμος
ὀρεινός
ὄρειος
ὀρείπλαγκτος
ὀρεῖται
ὀρείτροφος
View word page
ὀρειβατέω
ὀρειβατέωcontr.vbὀρειβάτης walk overclimb mountainsPlu.

ShortDef

to roam the mountains

Debugging

Headword:
ὀρειβατέω
Headword (normalized):
ὀρειβατέω
Headword (normalized/stripped):
ορειβατεω
IDX:
28702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28703
Key:
ὀρειβατέω

Data

{'headword_display': '<b>ὀρειβατέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὀρειβατέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ὀρειβάτης</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>walk over<or/>climb mountains</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὀρειβατέω'}