Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀργάω
ὀργεών
ὀργή
ὄργια
ὀργιάζω
ὀργιασμοί
ὀργιαστής
ὀργιαστικός
ὀργίζω
ὀργίλος
ὀργιλότης
ὄργυια
ὀργυιαῖος
ὄρεα
ὄρεγμα
ὀρέγνῡμι
ὀρέγω
ὀρειάς
ὀρειβατέω
ὀρειβάτης
ὀρειδρόμος
View word page
ὀργιλότης
ὀργιλότηςητοςf quick-temperednessArist.

ShortDef

irascibility

Debugging

Headword:
ὀργιλότης
Headword (normalized):
ὀργιλότης
Headword (normalized/stripped):
οργιλοτης
IDX:
28694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28695
Key:
ὀργιλότης

Data

{'headword_display': '<b>ὀργιλότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀργιλότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>quick-temperedness</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀργιλότης'}