Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀπωρινός
ὀπωρώνης
ὅπως
ὁπωσδήποτε
ὁπωσοῦν
ὅπωσπερ
ὁπωστιοῦν
ὅρᾱμα
ὄρανος
ὅρᾱσις
ὁρᾱτικός
ὁρᾱτός
ὁράω
ὀργᾱ́
ὀργάζω
ὀργαίνω
ὀργανικός
ὄργανον
ὀργάς
ὀργάω
ὀργεών
View word page
ὁρᾱτικός
ὁρᾱτικόςή όνadj neut.sb.that which relates to seeingArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁρᾱτικός
Headword (normalized):
ὁρᾱτικός
Headword (normalized/stripped):
ορατικος
IDX:
28675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28676
Key:
ὁρᾱτικός

Data

{'headword_display': '<b>ὁρᾱτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὁρᾱτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>that which relates to seeing</Def><Au>Arist.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'ὁρᾱτικός'}