Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁπλοθήκη
ὁπλόκτυπος
ὅπλομαι
ὁπλομαχέω
ὁπλομάχης
ὁπλομαχίᾱ
ὁπλομάχος
ὅπλον
ὁπλοποιική
ὁπλότερος
ὁπλοφορέω
ὁπλοφόρος
ὁποδαπός
Ὀπόεις
ὁπόθεν
ὁποθενοῦν
ὁπόθι
ὅποι
ὁποῖος
ὁποιοσδήποτε
ὁποιοσοῦν
View word page
ὁπλοφορέω
ὁπλοφορέωcontr.vbὁπλοφόρος bear weaponsX.pass.of kingsbe given military protectionw.dat.by infantry and cavalryPlu.

ShortDef

to bear arms, be armed

Debugging

Headword:
ὁπλοφορέω
Headword (normalized):
ὁπλοφορέω
Headword (normalized/stripped):
οπλοφορεω
IDX:
28595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28596
Key:
ὁπλοφορέω

Data

{'headword_display': '<b>ὁπλοφορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὁπλοφορέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ὁπλοφόρος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>bear weapons</Tr><Au>X.</Au><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of kings</Indic><Def>be given military protection</Def><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>by infantry and cavalry<Au>Plu.</Au></Cmpl></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'ὁπλοφορέω'}