Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁπλῑτικός
ὁπλῑτοπάλᾱς
ὁπλοθήκη
ὁπλόκτυπος
ὅπλομαι
ὁπλομαχέω
ὁπλομάχης
ὁπλομαχίᾱ
ὁπλομάχος
ὅπλον
ὁπλοποιική
ὁπλότερος
ὁπλοφορέω
ὁπλοφόρος
ὁποδαπός
Ὀπόεις
ὁπόθεν
ὁποθενοῦν
ὁπόθι
ὅποι
ὁποῖος
View word page
ὁπλοποιική
ὁπλοποιικήῆςfποιέω art of making weaponsPl.

ShortDef

the art of forging arms

Debugging

Headword:
ὁπλοποιική
Headword (normalized):
ὁπλοποιική
Headword (normalized/stripped):
οπλοποιικη
IDX:
28593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28594
Key:
ὁπλοποιική

Data

{'headword_display': '<b>ὁπλοποιική</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὁπλοποιική</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ποιέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>art of making weapons</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὁπλοποιική'}