Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁπλῑ́της
ὁπλῑτικός
ὁπλῑτοπάλᾱς
ὁπλοθήκη
ὁπλόκτυπος
ὅπλομαι
ὁπλομαχέω
ὁπλομάχης
ὁπλομαχίᾱ
ὁπλομάχος
ὅπλον
ὁπλοποιική
ὁπλότερος
ὁπλοφορέω
ὁπλοφόρος
ὁποδαπός
Ὀπόεις
ὁπόθεν
ὁποθενοῦν
ὁπόθι
ὅποι
View word page
ὅπλον
ὅπλονn.sgseeὅπλα

ShortDef

a tool, implement, (pl.) arms, weapons

Debugging

Headword:
ὅπλον
Headword (normalized):
ὅπλον
Headword (normalized/stripped):
οπλον
IDX:
28592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28593
Key:
ὅπλον

Data

{'headword_display': '<b>ὅπλον</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὅπλον</HL><PS>n.sg</PS></HG><XR>see<Ref>ὅπλα</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὅπλον'}