Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁπλῑτείᾱ
ὁπλῑτεύω
ὁπλῑ́της
ὁπλῑτικός
ὁπλῑτοπάλᾱς
ὁπλοθήκη
ὁπλόκτυπος
ὅπλομαι
ὁπλομαχέω
ὁπλομάχης
ὁπλομαχίᾱ
ὁπλομάχος
ὅπλον
ὁπλοποιική
ὁπλότερος
ὁπλοφορέω
ὁπλοφόρος
ὁποδαπός
Ὀπόεις
ὁπόθεν
ὁποθενοῦν
View word page
ὁπλομαχίᾱ
ὁπλομαχίᾱᾱςffighting in heavy armouras a skillPl. X.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁπλομαχίᾱ
Headword (normalized):
ὁπλομαχίᾱ
Headword (normalized/stripped):
οπλομαχια
IDX:
28590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28591
Key:
ὁπλομαχίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ὁπλομαχίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὁπλομαχίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>fighting in heavy armour<Expl>as a skill</Expl></Tr><Au>Pl. X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὁπλομαχίᾱ'}