Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὅπλισμα
ὁπλισμός
ὁπλῑταγωγός
ὁπλῑτείᾱ
ὁπλῑτεύω
ὁπλῑ́της
ὁπλῑτικός
ὁπλῑτοπάλᾱς
ὁπλοθήκη
ὁπλόκτυπος
ὅπλομαι
ὁπλομαχέω
ὁπλομάχης
ὁπλομαχίᾱ
ὁπλομάχος
ὅπλον
ὁπλοποιική
ὁπλότερος
ὁπλοφορέω
ὁπλοφόρος
ὁποδαπός
View word page
ὅπλομαι
ὅπλομαιmid.vbreltd.ὁπλέω get things ready forprepareone's mealIl.cj. ὁπλέομαι

ShortDef

to prepare

Debugging

Headword:
ὅπλομαι
Headword (normalized):
ὅπλομαι
Headword (normalized/stripped):
οπλομαι
IDX:
28587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28588
Key:
ὅπλομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὅπλομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ὅπλομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety>reltd.<Ref>ὁπλέω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>get things ready for</Def><Tr>prepare</Tr><Obj>one's meal<Au>Il.<LblR>cj. <Gr>ὁπλέομαι</Gr></LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'ὅπλομαι'}