Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁπλίζω
ὅπλισις
ὅπλισμα
ὁπλισμός
ὁπλῑταγωγός
ὁπλῑτείᾱ
ὁπλῑτεύω
ὁπλῑ́της
ὁπλῑτικός
ὁπλῑτοπάλᾱς
ὁπλοθήκη
ὁπλόκτυπος
ὅπλομαι
ὁπλομαχέω
ὁπλομάχης
ὁπλομαχίᾱ
ὁπλομάχος
ὅπλον
ὁπλοποιική
ὁπλότερος
ὁπλοφορέω
View word page
ὁπλο-θήκη
ὁπλοθήκηηςf arms store, armouryPlu.

ShortDef

an armoury

Debugging

Headword:
ὁπλοθήκη
Headword (normalized):
ὁπλοθήκη
Headword (normalized/stripped):
οπλοθηκη
IDX:
28585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28586
Key:
ὁπλοθήκη

Data

{'headword_display': '<b>ὁπλο-θήκη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὁπλο<hyph/>θήκη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>arms store, armoury</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὁπλοθήκη'}