Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀπίστατος
ὀπίσω
ὅπλα
ὁπλάρια
ὁπλέω
ὁπλή
Ὅπλης
ὁπλίζω
ὅπλισις
ὅπλισμα
ὁπλισμός
ὁπλῑταγωγός
ὁπλῑτείᾱ
ὁπλῑτεύω
ὁπλῑ́της
ὁπλῑτικός
ὁπλῑτοπάλᾱς
ὁπλοθήκη
ὁπλόκτυπος
ὅπλομαι
ὁπλομαχέω
View word page
ὁπλισμός
ὁπλισμόςοῦmweaponry, armourPlu. pl.armingof troopsA.

ShortDef

equipment, accoutrement, arming

Debugging

Headword:
ὁπλισμός
Headword (normalized):
ὁπλισμός
Headword (normalized/stripped):
οπλισμος
IDX:
28578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28579
Key:
ὁπλισμός

Data

{'headword_display': '<b>ὁπλισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὁπλισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>weaponry, armour</Tr><Au>Plu.</Au></nS1> <nS1><Indic>pl.</Indic><Tr>arming<Expl>of troops</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὁπλισμός'}