Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀπισθοφυλακίᾱ
ὀπισσοπόρευτος
ὀπίστατος
ὀπίσω
ὅπλα
ὁπλάρια
ὁπλέω
ὁπλή
Ὅπλης
ὁπλίζω
ὅπλισις
ὅπλισμα
ὁπλισμός
ὁπλῑταγωγός
ὁπλῑτείᾱ
ὁπλῑτεύω
ὁπλῑ́της
ὁπλῑτικός
ὁπλῑτοπάλᾱς
ὁπλοθήκη
ὁπλόκτυπος
View word page
ὅπλισις
ὅπλισιςεωςf military equipment, weaponryTh. Ar. Pl. X.

ShortDef

equipment, accoutrement, arming

Debugging

Headword:
ὅπλισις
Headword (normalized):
ὅπλισις
Headword (normalized/stripped):
οπλισις
IDX:
28576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28577
Key:
ὅπλισις

Data

{'headword_display': '<b>ὅπλισις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὅπλισις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>military equipment, weaponry</Tr><Au>Th. Ar. Pl. X.<NBPlus/></Au></nS1></NE>', 'key': 'ὅπλισις'}