Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀπισθότονος
ὀπισθοφύλακες
ὀπισθοφυλακέω
ὀπισθοφυλακίᾱ
ὀπισσοπόρευτος
ὀπίστατος
ὀπίσω
ὅπλα
ὁπλάρια
ὁπλέω
ὁπλή
Ὅπλης
ὁπλίζω
ὅπλισις
ὅπλισμα
ὁπλισμός
ὁπλῑταγωγός
ὁπλῑτείᾱ
ὁπλῑτεύω
ὁπλῑ́της
ὁπλῑτικός
View word page
ὁπλή
ὁπλήῆςf hoofof an animalIl. Hes. hHom. Semon. Pi. Hdt.

ShortDef

a hoof, the solid hoof

Debugging

Headword:
ὁπλή
Headword (normalized):
ὁπλή
Headword (normalized/stripped):
οπλη
IDX:
28573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28574
Key:
ὁπλή

Data

{'headword_display': '<b>ὁπλή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὁπλή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>hoof<Expl>of an animal</Expl></Tr><Au>Il. Hes. hHom. Semon. Pi. Hdt.<NBPlus/></Au></nS1></NE>', 'key': 'ὁπλή'}