Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὄπισθε(ν)
ὀπίσθιος
ὀπισθόδομος
ὀπισθονόμος
ὀπισθόπους
ὀπισθότονος
ὀπισθοφύλακες
ὀπισθοφυλακέω
ὀπισθοφυλακίᾱ
ὀπισσοπόρευτος
ὀπίστατος
ὀπίσω
ὅπλα
ὁπλάρια
ὁπλέω
ὁπλή
Ὅπλης
ὁπλίζω
ὅπλισις
ὅπλισμα
ὁπλισμός
View word page
ὀπίστατος
ὀπίστατοςη ονsuperl.adjὄπισθενof one among fleeing troopslast, hindmostIl.

ShortDef

hindmost

Debugging

Headword:
ὀπίστατος
Headword (normalized):
ὀπίστατος
Headword (normalized/stripped):
οπιστατος
IDX:
28568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28569
Key:
ὀπίστατος

Data

{'headword_display': '<b>ὀπίστατος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀπίστατος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>superl.adj</PS><Ety><Ref>ὄπισθεν</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of one among fleeing troops</Indic><Tr>last, hindmost</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀπίστατος'}