Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὄπις
ὄπισθε(ν)
ὀπίσθιος
ὀπισθόδομος
ὀπισθονόμος
ὀπισθόπους
ὀπισθότονος
ὀπισθοφύλακες
ὀπισθοφυλακέω
ὀπισθοφυλακίᾱ
ὀπισσοπόρευτος
ὀπίστατος
ὀπίσω
ὅπλα
ὁπλάρια
ὁπλέω
ὁπλή
Ὅπλης
ὁπλίζω
ὅπλισις
ὅπλισμα
View word page
ὀπισσο-πόρευτος
ὀπισσοπόρευτοςονdial.adjὀπίσωπορευτός travelling backthe way one cameTim.

ShortDef

journeying backwards

Debugging

Headword:
ὀπισσοπόρευτος
Headword (normalized):
ὀπισσοπόρευτος
Headword (normalized/stripped):
οπισσοπορευτος
IDX:
28567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28568
Key:
ὀπισσοπόρευτος

Data

{'headword_display': '<b>ὀπισσο-πόρευτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀπισσο<hyph/>πόρευτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>ὀπίσω</Ref><Ref>πορευτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>travelling back<Expl>the way one came</Expl></Tr><Au>Tim.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀπισσοπόρευτος'}