Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὄπιθε(ν)
ὀπιθόμβροτος
Ὀπικοί
ὀπῑπεύω
ὄπις
ὄπισθε(ν)
ὀπίσθιος
ὀπισθόδομος
ὀπισθονόμος
ὀπισθόπους
ὀπισθότονος
ὀπισθοφύλακες
ὀπισθοφυλακέω
ὀπισθοφυλακίᾱ
ὀπισσοπόρευτος
ὀπίστατος
ὀπίσω
ὅπλα
ὁπλάρια
ὁπλέω
ὁπλή
View word page
ὀπισθό-τονος
ὀπισθότονοςουmτόνος medic.opisthotonosconvulsive muscular tension, causing the body to arch backwardsPl.

ShortDef

drawn backwards

Debugging

Headword:
ὀπισθότονος
Headword (normalized):
ὀπισθότονος
Headword (normalized/stripped):
οπισθοτονος
IDX:
28563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28564
Key:
ὀπισθότονος

Data

{'headword_display': '<b>ὀπισθό-τονος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀπισθό<hyph/>τονος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>τόνος</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>medic.</Indic><Tr>opisthotonos<Expl>convulsive muscular tension, causing the body to arch backwards</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀπισθότονος'}