Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀπιδνοτάτη
ὀπίζομαι
ὄπιθε(ν)
ὀπιθόμβροτος
Ὀπικοί
ὀπῑπεύω
ὄπις
ὄπισθε(ν)
ὀπίσθιος
ὀπισθόδομος
ὀπισθονόμος
ὀπισθόπους
ὀπισθότονος
ὀπισθοφύλακες
ὀπισθοφυλακέω
ὀπισθοφυλακίᾱ
ὀπισσοπόρευτος
ὀπίστατος
ὀπίσω
ὅπλα
ὁπλάρια
View word page
ὀπισθο-νόμος
ὀπισθονόμοςονadjνέμω of a certain kind of cattlewalking backwards while grazingHdt.

ShortDef

grazing backwards

Debugging

Headword:
ὀπισθονόμος
Headword (normalized):
ὀπισθονόμος
Headword (normalized/stripped):
οπισθονομος
IDX:
28561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28562
Key:
ὀπισθονόμος

Data

{'headword_display': '<b>ὀπισθο-νόμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀπισθο<hyph/>νόμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νέμω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a certain kind of cattle</Indic><Tr>walking backwards while grazing</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀπισθονόμος'}