Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀξυπευκής
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξυρεπής
ὀξύρροπος
ὀξύς
ὀξύστομος
ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξύτονος
ὀξυτόρος
ὀξύφρων
ὀξυφωνίᾱ
ὀξύφωνος
ὀξύχειρ
ὀξύχολος
ὄον
ὄ ὄ ὄ
ὅου
ὅπᾳ
ὀπᾱδέω
View word page
ὀξυ-τόρος
ὀξυτόροςονadjτορεῖν of a bridlesharp-bitingS.dub.

ShortDef

piercing, pointed

Debugging

Headword:
ὀξυτόρος
Headword (normalized):
ὀξυτόρος
Headword (normalized/stripped):
οξυτορος
IDX:
28522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28523
Key:
ὀξυτόρος

Data

{'headword_display': '<b>ὀξυ-τόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀξυ<hyph/>τόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τορεῖν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a bridle</Indic><Tr>sharp-biting</Tr><Au>S.<LblR>dub.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀξυτόρος'}