Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀξυπαραύδητος
ὀξυπείνως
ὀξυπευκής
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξυρεπής
ὀξύρροπος
ὀξύς
ὀξύστομος
ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξύτονος
ὀξυτόρος
ὀξύφρων
ὀξυφωνίᾱ
ὀξύφωνος
ὀξύχειρ
ὀξύχολος
ὄον
ὄ ὄ ὄ
ὅου
View word page
ὀξυ-τόμος
ὀξυτόμοςονadjτέμνω of an axesharp-cuttingPi.

ShortDef

sharp-cutting, keen

Debugging

Headword:
ὀξυτόμος
Headword (normalized):
ὀξυτόμος
Headword (normalized/stripped):
οξυτομος
IDX:
28520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28521
Key:
ὀξυτόμος

Data

{'headword_display': '<b>ὀξυ-τόμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀξυ<hyph/>τόμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τέμνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an axe</Indic><Tr>sharp-cutting</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀξυτόμος'}