Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀξυμήνῑτος
ὀξύμολπος
ὀξῡ́νω
ὀξυόεις
ὀξυπαραύδητος
ὀξυπείνως
ὀξυπευκής
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξυρεπής
ὀξύρροπος
ὀξύς
ὀξύστομος
ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξύτονος
ὀξυτόρος
ὀξύφρων
ὀξυφωνίᾱ
ὀξύφωνος
ὀξύχειρ
View word page
ὀξύ-ρροπος
ὀξύρροποςονadjof persons, their temperquickly shiftingflaring upPl. Plu.

ShortDef

turning quickly

Debugging

Headword:
ὀξύρροπος
Headword (normalized):
ὀξύρροπος
Headword (normalized/stripped):
οξυρροπος
IDX:
28516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28517
Key:
ὀξύρροπος

Data

{'headword_display': '<b>ὀξύ-ρροπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀξύ<hyph/>ρροπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of persons, their temper</Indic><Def>quickly shifting</Def><Tr>flaring up</Tr><Au>Pl. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀξύρροπος'}