Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀξυκώκῡτος
ὀξυλαβέω
ὀξύλαλος
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνῑτος
ὀξύμολπος
ὀξῡ́νω
ὀξυόεις
ὀξυπαραύδητος
ὀξυπείνως
ὀξυπευκής
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξυρεπής
ὀξύρροπος
ὀξύς
ὀξύστομος
ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξύτονος
ὀξυτόρος
View word page
ὀξυ-πευκής
ὀξυπευκήςέςadjπεύκη of a swordsharp, piercingA.

ShortDef

sharp-pointed

Debugging

Headword:
ὀξυπευκής
Headword (normalized):
ὀξυπευκής
Headword (normalized/stripped):
οξυπευκης
IDX:
28512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28513
Key:
ὀξυπευκής

Data

{'headword_display': '<b>ὀξυ-πευκής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀξυ<hyph/>πευκής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πεύκη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a sword</Indic><Tr>sharp, piercing</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀξυπευκής'}