Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀξυκάρδιος
ὀξυκώκῡτος
ὀξυλαβέω
ὀξύλαλος
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνῑτος
ὀξύμολπος
ὀξῡ́νω
ὀξυόεις
ὀξυπαραύδητος
ὀξυπείνως
ὀξυπευκής
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξυρεπής
ὀξύρροπος
ὀξύς
ὀξύστομος
ὀξύτης
ὀξυτόμος
ὀξύτονος
View word page
ὀξυπείνως
ὀξυπείνωςadvπείνη ravenouslyMen.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀξυπείνως
Headword (normalized):
ὀξυπείνως
Headword (normalized/stripped):
οξυπεινως
IDX:
28511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28512
Key:
ὀξυπείνως

Data

{'headword_display': '<b>ὀξυπείνως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ὀξυπείνως</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>πείνη</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>ravenously</Tr><Au>Men.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ὀξυπείνως'}