Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀξύθῡμος
ὀξυκάρδιος
ὀξυκώκῡτος
ὀξυλαβέω
ὀξύλαλος
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνῑτος
ὀξύμολπος
ὀξῡ́νω
ὀξυόεις
ὀξυπαραύδητος
ὀξυπείνως
ὀξυπευκής
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξυρεπής
ὀξύρροπος
ὀξύς
ὀξύστομος
ὀξύτης
ὀξυτόμος
View word page
ὀξυ-παραύδητος
ὀξυπαραύδητοςονadjὀξύςπαραυδάω of the voice of a drowning manwith a shrill and distorted soundTim.

ShortDef

wildly screaming

Debugging

Headword:
ὀξυπαραύδητος
Headword (normalized):
ὀξυπαραύδητος
Headword (normalized/stripped):
οξυπαραυδητος
IDX:
28510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28511
Key:
ὀξυπαραύδητος

Data

{'headword_display': '<b>ὀξυ-παραύδητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀξυ<hyph/>παραύδητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὀξύς</Ref><Ref>παραυδάω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the voice of a drowning man</Indic><Tr>with a shrill and distorted sound</Tr><Au>Tim.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀξυπαραύδητος'}