Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀξύθηκτος
ὀξυθῡμέομαι
ὀξυθῡμίᾱ
ὀξύθῡμος
ὀξυκάρδιος
ὀξυκώκῡτος
ὀξυλαβέω
ὀξύλαλος
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνῑτος
ὀξύμολπος
ὀξῡ́νω
ὀξυόεις
ὀξυπαραύδητος
ὀξυπείνως
ὀξυπευκής
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξυρεπής
ὀξύρροπος
ὀξύς
View word page
ὀξύ-μολπος
ὀξύμολποςονadjμολπή of lamentsshrilly sungA.

ShortDef

clear-singing

Debugging

Headword:
ὀξύμολπος
Headword (normalized):
ὀξύμολπος
Headword (normalized/stripped):
οξυμολπος
IDX:
28507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28508
Key:
ὀξύμολπος

Data

{'headword_display': '<b>ὀξύ-μολπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀξύ<hyph/>μολπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μολπή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of laments</Indic><Tr>shrilly sung</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀξύμολπος'}