Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀξύη
ὀξυήκοος
ὀξύθηκτος
ὀξυθῡμέομαι
ὀξυθῡμίᾱ
ὀξύθῡμος
ὀξυκάρδιος
ὀξυκώκῡτος
ὀξυλαβέω
ὀξύλαλος
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνῑτος
ὀξύμολπος
ὀξῡ́νω
ὀξυόεις
ὀξυπαραύδητος
ὀξυπείνως
ὀξυπευκής
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
ὀξυρεπής
View word page
ὀξυ-μέριμνος
ὀξυμέριμνοςονadjμέριμνα of disputantssharp-thinkingAr.

ShortDef

keenly studied

Debugging

Headword:
ὀξυμέριμνος
Headword (normalized):
ὀξυμέριμνος
Headword (normalized/stripped):
οξυμεριμνος
IDX:
28505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28506
Key:
ὀξυμέριμνος

Data

{'headword_display': '<b>ὀξυ-μέριμνος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀξυ<hyph/>μέριμνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μέριμνα</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>of disputants</Indic><Tr>sharp-thinking</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀξυμέριμνος'}