Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀξυδερκής
ὀξύη
ὀξυήκοος
ὀξύθηκτος
ὀξυθῡμέομαι
ὀξυθῡμίᾱ
ὀξύθῡμος
ὀξυκάρδιος
ὀξυκώκῡτος
ὀξυλαβέω
ὀξύλαλος
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνῑτος
ὀξύμολπος
ὀξῡ́νω
ὀξυόεις
ὀξυπαραύδητος
ὀξυπείνως
ὀξυπευκής
ὀξύπους
ὀξύπρῳρος
View word page
ὀξύ-λαλος
ὀξύλαλοςονadjλάλος of a poet's toothsharp-talkingAr.

ShortDef

glib of tongue

Debugging

Headword:
ὀξύλαλος
Headword (normalized):
ὀξύλαλος
Headword (normalized/stripped):
οξυλαλος
IDX:
28504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28505
Key:
ὀξύλαλος

Data

{'headword_display': '<b>ὀξύ-λαλος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ὀξύ<hyph/>λαλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λάλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a poet's tooth</Indic><Tr>sharp-talking</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ὀξύλαλος'}