Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀξύγαλα
ὀξύγοος
ὀξυδερκής
ὀξύη
ὀξυήκοος
ὀξύθηκτος
ὀξυθῡμέομαι
ὀξυθῡμίᾱ
ὀξύθῡμος
ὀξυκάρδιος
ὀξυκώκῡτος
ὀξυλαβέω
ὀξύλαλος
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνῑτος
ὀξύμολπος
ὀξῡ́νω
ὀξυόεις
ὀξυπαραύδητος
ὀξυπείνως
ὀξυπευκής
View word page
ὀξυ-κώκῡτος
ὀξυκώκῡτοςονadjκωκῡτός of a deathbewailed with piercing criesS.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀξυκώκῡτος
Headword (normalized):
ὀξυκώκῡτος
Headword (normalized/stripped):
οξυκωκυτος
IDX:
28502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28503
Key:
ὀξυκώκῡτος

Data

{'headword_display': '<b>ὀξυ-κώκῡτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀξυ<hyph/>κώκῡτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κωκῡτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a death</Indic><Tr>bewailed with piercing cries</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀξυκώκῡτος'}