Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀξυβόᾱς
ὀξύγαλα
ὀξύγοος
ὀξυδερκής
ὀξύη
ὀξυήκοος
ὀξύθηκτος
ὀξυθῡμέομαι
ὀξυθῡμίᾱ
ὀξύθῡμος
ὀξυκάρδιος
ὀξυκώκῡτος
ὀξυλαβέω
ὀξύλαλος
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνῑτος
ὀξύμολπος
ὀξῡ́νω
ὀξυόεις
ὀξυπαραύδητος
ὀξυπείνως
View word page
ὀξυ-κάρδιος
ὀξυκάρδιοςονadjκαρδίᾱ sharp-spiritedA. Ar.

ShortDef

quick to anger

Debugging

Headword:
ὀξυκάρδιος
Headword (normalized):
ὀξυκάρδιος
Headword (normalized/stripped):
οξυκαρδιος
IDX:
28501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28502
Key:
ὀξυκάρδιος

Data

{'headword_display': '<b>ὀξυ-κάρδιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀξυ<hyph/>κάρδιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καρδίᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>sharp-spirited</Tr><Au>A. Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀξυκάρδιος'}