Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὄξος
ὀξύβαφον
ὀξυβελής
ὀξυβόᾱς
ὀξύγαλα
ὀξύγοος
ὀξυδερκής
ὀξύη
ὀξυήκοος
ὀξύθηκτος
ὀξυθῡμέομαι
ὀξυθῡμίᾱ
ὀξύθῡμος
ὀξυκάρδιος
ὀξυκώκῡτος
ὀξυλαβέω
ὀξύλαλος
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνῑτος
ὀξύμολπος
ὀξῡ́νω
View word page
ὀξυθῡμέομαι
ὀξυθῡμέομαιmid.pass.contr.vbὀξύθῡμοςaor.
ὠξυθῡμήθην
be sharp-temperedE.w.dat.w. someoneAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀξυθῡμέομαι
Headword (normalized):
ὀξυθῡμέομαι
Headword (normalized/stripped):
οξυθυμεομαι
IDX:
28498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28499
Key:
ὀξυθῡμέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὀξυθῡμέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὀξυθῡμέομαι</HL><PS>mid.pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>ὀξύθῡμος</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>aor.</Lbl><Form>ὠξυθῡμήθην</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>be sharp-tempered</Tr><Au>E.</Au><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Ar.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ὀξυθῡμέομαι'}