Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀξίς
ὄξος
ὀξύβαφον
ὀξυβελής
ὀξυβόᾱς
ὀξύγαλα
ὀξύγοος
ὀξυδερκής
ὀξύη
ὀξυήκοος
ὀξύθηκτος
ὀξυθῡμέομαι
ὀξυθῡμίᾱ
ὀξύθῡμος
ὀξυκάρδιος
ὀξυκώκῡτος
ὀξυλαβέω
ὀξύλαλος
ὀξυμέριμνος
ὀξυμήνῑτος
ὀξύμολπος
View word page
ὀξύ-θηκτος
ὀξύθηκτοςονadjθηκτός of a weaponsharply whettedkeen-edgedE.

ShortDef

sharp-edged, sharp-pointed

Debugging

Headword:
ὀξύθηκτος
Headword (normalized):
ὀξύθηκτος
Headword (normalized/stripped):
οξυθηκτος
IDX:
28497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28498
Key:
ὀξύθηκτος

Data

{'headword_display': '<b>ὀξύ-θηκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀξύ<hyph/>θηκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θηκτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a weapon</Indic><Def>sharply whetted</Def><Tr>keen-edged</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀξύθηκτος'}