Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀνοματοποιέω
ὀνοματοῦργος
ὀνόμηνα
ὄνος
ὀνόσαιτο
ὀνοστός
ὀνοσφαγίη
ὀνοτάζω
ὀνοτός
ὀνοφορβός
ὀντρέπω
ὄντων
ὄντως
ὄνυμα
ὄνυξ
ὀνύχινος
ὀνψῡ́χω
ὀξάλμη
ὀξέα
ὀξίνης
ὀξίς
View word page
ὀντρέπω
ὀντρέπωAeol.vbseeἀνατρέπω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀντρέπω
Headword (normalized):
ὀντρέπω
Headword (normalized/stripped):
οντρεπω
IDX:
28477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28478
Key:
ὀντρέπω

Data

{'headword_display': '<b>ὀντρέπω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὀντρέπω</HL><PS>Aeol.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀνατρέπω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὀντρέπω'}