Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀνομασίᾱ
ὀνόμασις
ὀνομαστικός
ὀνομαστός
ὀνοματολόγος
ὀνοματοποιέω
ὀνοματοῦργος
ὀνόμηνα
ὄνος
ὀνόσαιτο
ὀνοστός
ὀνοσφαγίη
ὀνοτάζω
ὀνοτός
ὀνοφορβός
ὀντρέπω
ὄντων
ὄντως
ὄνυμα
ὄνυξ
ὀνύχινος
View word page
ὀνοστός
ὀνοστόςadjseeὀνοτός

ShortDef

to be blamed

Debugging

Headword:
ὀνοστός
Headword (normalized):
ὀνοστός
Headword (normalized/stripped):
ονοστος
IDX:
28472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28473
Key:
ὀνοστός

Data

{'headword_display': '<b>ὀνοστός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὀνοστός</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>ὀνοτός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὀνοστός'}