Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὄνομαι
ὀνομαίνω
ὀνομακλήδην
ὀνομάκλυτος
ὀνομασίᾱ
ὀνόμασις
ὀνομαστικός
ὀνομαστός
ὀνοματολόγος
ὀνοματοποιέω
ὀνοματοῦργος
ὀνόμηνα
ὄνος
ὀνόσαιτο
ὀνοστός
ὀνοσφαγίη
ὀνοτάζω
ὀνοτός
ὀνοφορβός
ὀντρέπω
ὄντων
View word page
ὀνοματοῦργος
ὀνοματοῦργοςουmἔργον name-makerPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀνοματοῦργος
Headword (normalized):
ὀνοματοῦργος
Headword (normalized/stripped):
ονοματουργος
IDX:
28468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28469
Key:
ὀνοματοῦργος

Data

{'headword_display': '<b>ὀνοματοῦργος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀνοματοῦργος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>name-maker</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀνοματοῦργος'}