Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀνομάζω
ὄνομαι
ὀνομαίνω
ὀνομακλήδην
ὀνομάκλυτος
ὀνομασίᾱ
ὀνόμασις
ὀνομαστικός
ὀνομαστός
ὀνοματολόγος
ὀνοματοποιέω
ὀνοματοῦργος
ὀνόμηνα
ὄνος
ὀνόσαιτο
ὀνοστός
ὀνοσφαγίη
ὀνοτάζω
ὀνοτός
ὀνοφορβός
ὀντρέπω
View word page
ὀνοματοποιέω
ὀνοματοποιέωcontr.vb inventcoin namesfor thingsArist.

ShortDef

to coin names

Debugging

Headword:
ὀνοματοποιέω
Headword (normalized):
ὀνοματοποιέω
Headword (normalized/stripped):
ονοματοποιεω
IDX:
28467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28468
Key:
ὀνοματοποιέω

Data

{'headword_display': '<b>ὀνοματοποιέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὀνοματοποιέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>invent<or/>coin names<Expl>for things</Expl></Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὀνοματοποιέω'}