Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀνικός
ὀνίνημι
ὀνκαλέω
ὀννέλην
ὀνοβατέω
ὄνοιρος
ὄνομα
ὀνομάζω
ὄνομαι
ὀνομαίνω
ὀνομακλήδην
ὀνομάκλυτος
ὀνομασίᾱ
ὀνόμασις
ὀνομαστικός
ὀνομαστός
ὀνοματολόγος
ὀνοματοποιέω
ὀνοματοῦργος
ὀνόμηνα
ὄνος
View word page
ὀνομακλήδην
ὀνομακλήδηνadvseeἐξονομακλήδην

ShortDef

calling by name, by name

Debugging

Headword:
ὀνομακλήδην
Headword (normalized):
ὀνομακλήδην
Headword (normalized/stripped):
ονομακληδην
IDX:
28460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28461
Key:
ὀνομακλήδην

Data

{'headword_display': '<b>ὀνομακλήδην</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὀνομακλήδην</HL><PS>adv</PS></HG><XR>see<Ref>ἐξονομακλήδην</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὀνομακλήδην'}