Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀνθύλευσις
ὀνθυλεύω
ὀνίᾱ
ὀνίδες
ὀνίδιον
ὀνικός
ὀνίνημι
ὀνκαλέω
ὀννέλην
ὀνοβατέω
ὄνοιρος
ὄνομα
ὀνομάζω
ὄνομαι
ὀνομαίνω
ὀνομακλήδην
ὀνομάκλυτος
ὀνομασίᾱ
ὀνόμασις
ὀνομαστικός
ὀνομαστός
View word page
ὄνοιρος
ὄνοιροςAeol.mseeὄνειρος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὄνοιρος
Headword (normalized):
ὄνοιρος
Headword (normalized/stripped):
ονοιρος
IDX:
28455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28456
Key:
ὄνοιρος

Data

{'headword_display': '<b>ὄνοιρος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὄνοιρος</HL><PS>Aeol.m</PS></HG><XR>see<Ref>ὄνειρος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὄνοιρος'}