Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὄνησο
ὀνθία
ὄνθος
ὀνθύλευσις
ὀνθυλεύω
ὀνίᾱ
ὀνίδες
ὀνίδιον
ὀνικός
ὀνίνημι
ὀνκαλέω
ὀννέλην
ὀνοβατέω
ὄνοιρος
ὄνομα
ὀνομάζω
ὄνομαι
ὀνομαίνω
ὀνομακλήδην
ὀνομάκλυτος
ὀνομασίᾱ
View word page
ὀνκαλέω
ὀνκαλέωAeol.contr.vbseeἀνακαλέω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀνκαλέω
Headword (normalized):
ὀνκαλέω
Headword (normalized/stripped):
ονκαλεω
IDX:
28452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28453
Key:
ὀνκαλέω

Data

{'headword_display': '<b>ὀνκαλέω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὀνκαλέω</HL><PS>Aeol.contr.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀνακαλέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὀνκαλέω'}