Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀνήμενος
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὄνησο
ὀνθία
ὄνθος
ὀνθύλευσις
ὀνθυλεύω
ὀνίᾱ
ὀνίδες
ὀνίδιον
ὀνικός
ὀνίνημι
ὀνκαλέω
ὀννέλην
ὀνοβατέω
ὄνοιρος
ὄνομα
ὀνομάζω
ὄνομαι
View word page
ὀνίδες
ὀνίδεςωνf.plὄνος donkey dungAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀνίδες
Headword (normalized):
ὀνίδες
Headword (normalized/stripped):
ονιδες
IDX:
28448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28449
Key:
ὀνίδες

Data

{'headword_display': '<b>ὀνίδες</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀνίδες</HL><Infl>ων</Infl><PS>f.pl</PS><Ety><Ref>ὄνος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>donkey dung</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀνίδες'}