Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφρων
ὀνείρωξις
ὀνειρώσσω
ὄνεκτος
ὀνέλων
ὀνεμείχνυτο
ὀνέμναισα
ὀνέτροπον
ὀνεύω
ὀνηλάτης
ὀνήμενος
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὄνησο
ὀνθία
ὄνθος
ὀνθύλευσις
ὀνθυλεύω
ὀνίᾱ
View word page
ὀν-ηλάτης
ὀνηλάτηςουmἐλαύνω donkey-driverD. Men. Plu.

ShortDef

a donkey-driver

Debugging

Headword:
ὀνηλάτης
Headword (normalized):
ὀνηλάτης
Headword (normalized/stripped):
ονηλατης
IDX:
28437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28438
Key:
ὀνηλάτης

Data

{'headword_display': '<b>ὀν-ηλάτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀν<hyph/>ηλάτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἐλαύνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>donkey-driver</Tr><Au>D. Men. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀνηλάτης'}