Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφρων
ὀνείρωξις
ὀνειρώσσω
ὄνεκτος
ὀνέλων
ὀνεμείχνυτο
ὀνέμναισα
ὀνέτροπον
ὀνεύω
ὀνηλάτης
ὀνήμενος
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὄνησο
ὀνθία
ὄνθος
ὀνθύλευσις
View word page
ὀνέτροπον
ὀνέτροπονAeol.aor.2seeἀνατρέπω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀνέτροπον
Headword (normalized):
ὀνέτροπον
Headword (normalized/stripped):
ονετροπον
IDX:
28435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28436
Key:
ὀνέτροπον

Data

{'headword_display': '<b>ὀνέτροπον</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὀνέτροπον<LblR>Aeol.aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀνατρέπω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὀνέτροπον'}