Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὄνειρον
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφρων
ὀνείρωξις
ὀνειρώσσω
ὄνεκτος
ὀνέλων
ὀνεμείχνυτο
ὀνέμναισα
ὀνέτροπον
ὀνεύω
ὀνηλάτης
ὀνήμενος
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὄνησο
ὀνθία
View word page
ὀνεμείχνυτο
ὀνεμείχνυτοὀνεμίγνυτοAeol.3sg.impf.pass.seeἀναμείγνῡμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀνεμείχνυτο
Headword (normalized):
ὀνεμείχνυτο
Headword (normalized/stripped):
ονεμειχνυτο
IDX:
28433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28434
Key:
ὀνεμείχνυτο

Data

{'headword_display': '<b>ὀνεμείχνυτο</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὀνεμείχνυτο<and/>ὀνεμίγνυτο<LblR>Aeol.3sg.impf.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀναμείγνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὀνεμείχνυτο'}