Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ὀνειρόμαντις
ὄνειρον
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφρων
ὀνείρωξις
ὀνειρώσσω
ὄνεκτος
ὀνέλων
ὀνεμείχνυτο
ὀνέμναισα
ὀνέτροπον
ὀνεύω
ὀνηλάτης
ὀνήμενος
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
ὄνησο
View word page
ὀνέλων
ὀνέλων
Aeol.aor.2 ptcpl.
see
ἀναιρέω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀνέλων
Headword (normalized):
ὀνέλων
Headword (normalized/stripped):
ονελων
IDX:
28432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28433
Key:
ὀνέλων
Data
{'headword_display': '<b>ὀνέλων</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὀνέλων<LblR>Aeol.aor.2 ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἀναιρέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὀνέλων'}