Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀνειροκριτικός
ὀνειρόμαντις
ὄνειρον
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφρων
ὀνείρωξις
ὀνειρώσσω
ὄνεκτος
ὀνέλων
ὀνεμείχνυτο
ὀνέμναισα
ὀνέτροπον
ὀνεύω
ὀνηλάτης
ὀνήμενος
ὀνήσιμος
ὀνησίπολις
ὄνησις
View word page
ὄνεκτος
ὄνεκτοςAeol.adjseeἀνεκτός

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὄνεκτος
Headword (normalized):
ὄνεκτος
Headword (normalized/stripped):
ονεκτος
IDX:
28431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28432
Key:
ὄνεκτος

Data

{'headword_display': '<b>ὄνεκτος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὄνεκτος</HL><PS>Aeol.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἀνεκτός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὄνεκτος'}