Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀνείρειος
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρόμαντις
ὄνειρον
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφρων
ὀνείρωξις
ὀνειρώσσω
ὄνεκτος
ὀνέλων
ὀνεμείχνυτο
ὀνέμναισα
ὀνέτροπον
ὀνεύω
ὀνηλάτης
ὀνήμενος
ὀνήσιμος
View word page
ὀνείρωξις
ὀνείρωξιςεωςfὀνειρώσσω dreaming statePl.

ShortDef

dreaming, hallucination

Debugging

Headword:
ὀνείρωξις
Headword (normalized):
ὀνείρωξις
Headword (normalized/stripped):
ονειρωξις
IDX:
28429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28430
Key:
ὀνείρωξις

Data

{'headword_display': '<b>ὀνείρωξις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀνείρωξις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ὀνειρώσσω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>dreaming state</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀνείρωξις'}