Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἰσιμίᾱ
αἴσιμος
αἴσιος
Αἰσονίδης
ἄισος
ᾱ̓ίσσω
ἄιστος
ἀιστόω
ἀίστωρ
αἰσυιητήρ
αἰσυλοεργός
αἴσυλος
αἰσυμνάω
αἰσυμνητείᾱ
αἰσυμνητήρ
αἰσυμνήτης
Αἰσχίνης
αἶσχος
αἰσχροκέρδεια
αἰσχροκερδής
αἰσχρολογέω
View word page
αἰσυλο-εργός
αἰσυλο-εργόςόνadjαἴσυλοςἔργον evil-doingIl.

ShortDef

ill-doing

Debugging

Headword:
αἰσυλοεργός
Headword (normalized):
αἰσυλοεργός
Headword (normalized/stripped):
αισυλοεργος
IDX:
2842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2843
Key:
αἰσυλοεργός

Data

{'headword_display': '<b>αἰσυλο-εργός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἰσυλο-εργός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>αἴσυλος</Ref><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>evil-doing</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αἰσυλοεργός'}