Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀνειδιστής
ὄνειδος
ὄνειος
ὀνείρατα
ὀνείρειος
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρόμαντις
ὄνειρον
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφρων
ὀνείρωξις
ὀνειρώσσω
ὄνεκτος
ὀνέλων
ὀνεμείχνυτο
ὀνέμναισα
ὀνέτροπον
View word page
ὀνειρο-πόλος
ὀνειροπόλοςουmπέλω one who deals in dreamsdream interpreterIl. Hdt.

ShortDef

interpreter of dreams

Debugging

Headword:
ὀνειροπόλος
Headword (normalized):
ὀνειροπόλος
Headword (normalized/stripped):
ονειροπολος
IDX:
28425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28426
Key:
ὀνειροπόλος

Data

{'headword_display': '<b>ὀνειρο-πόλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀνειρο<hyph/>πόλος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>πέλω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who deals in dreams</Def><Tr>dream interpreter</Tr><Au>Il. Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀνειροπόλος'}