Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀνειδισμός
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὄνειδος
ὄνειος
ὀνείρατα
ὀνείρειος
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρόμαντις
ὄνειρον
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφρων
ὀνείρωξις
ὀνειρώσσω
ὄνεκτος
ὀνέλων
ὀνεμείχνυτο
View word page
ὄνειρον
ὄνειρονnseeὄνειρος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὄνειρον
Headword (normalized):
ὄνειρον
Headword (normalized/stripped):
ονειρον
IDX:
28423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28424
Key:
ὄνειρον

Data

{'headword_display': '<b>ὄνειρον</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὄνειρον</HL><PS>n</PS></HG><XR>see<Ref>ὄνειρος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὄνειρον'}