Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀνειδίζω
ὀνείδισμα
ὀνειδισμός
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὄνειδος
ὄνειος
ὀνείρατα
ὀνείρειος
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρόμαντις
ὄνειρον
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφρων
ὀνείρωξις
ὀνειρώσσω
ὄνεκτος
View word page
ὀνειροκριτικός
ὀνειροκριτικόςή όνadjof a boardfor interpreting dreamsPlu.

ShortDef

for interpreting dreams

Debugging

Headword:
ὀνειροκριτικός
Headword (normalized):
ὀνειροκριτικός
Headword (normalized/stripped):
ονειροκριτικος
IDX:
28421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28422
Key:
ὀνειροκριτικός

Data

{'headword_display': '<b>ὀνειροκριτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀνειροκριτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a board</Indic><Tr>for interpreting dreams</Tr><Au>Plu.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'ὀνειροκριτικός'}