Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὀνείδισμα
ὀνειδισμός
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὄνειδος
ὄνειος
ὀνείρατα
ὀνείρειος
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρόμαντις
ὄνειρον
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφρων
ὀνείρωξις
ὀνειρώσσω
View word page
ὀνειρο-κρίτης
ὀνειροκρίτηςου
dial.ὀνειροκρίτᾱς
mκριτής
interpreter of dreamsThphr. Theoc.

ShortDef

an interpreter of dreams

Debugging

Headword:
ὀνειροκρίτης
Headword (normalized):
ὀνειροκρίτης
Headword (normalized/stripped):
ονειροκριτης
IDX:
28420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28421
Key:
ὀνειροκρίτης

Data

{'headword_display': '<b>ὀνειρο-κρίτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀνειρο<hyph/>κρίτης</HL><Infl>ου</Infl><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>ὀνειροκρίτᾱς</FmHL><DInfl><FmInfl>ᾱ</FmInfl></DInfl></DL><PS>m</PS><Ety><Ref>κριτής</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>interpreter of dreams</Tr><Au>Thphr. Theoc.</Au></nS1> </NE>', 'key': 'ὀνειροκρίτης'}