Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὄνειαρ
ὄνειαρ
ὀνείδειος
ὀνειδίζω
ὀνείδισμα
ὀνειδισμός
ὀνειδιστήρ
ὀνειδιστής
ὄνειδος
ὄνειος
ὀνείρατα
ὀνείρειος
ὀνειροκρίτης
ὀνειροκριτικός
ὀνειρόμαντις
ὄνειρον
ὀνειροπολέω
ὀνειροπόλος
ὄνειρος
ὀνειρόφαντος
ὀνειρόφρων
View word page
ὀνείρατα
ὀνείραταn.plseeὄνειρος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀνείρατα
Headword (normalized):
ὀνείρατα
Headword (normalized/stripped):
ονειρατα
IDX:
28418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28419
Key:
ὀνείρατα

Data

{'headword_display': '<b>ὀνείρατα</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὀνείρατα</HL><PS>n.pl</PS></HG><XR>see<Ref>ὄνειρος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὀνείρατα'}